Ολημερίς το χτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν
Εδώ που τα λέμε έχει δίκιο ο κυρ Γιώργος να μισεί τις γέφυρες γιατί όλο της Άρτας του κάθεται. Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γιοφύριν εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν. Μοιρολογούν οι μάστορες και κλαιν οι μαθητάδες. "Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας, ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται." Πουλάκι εδιάβη κι έκατσεν, αντίκρυ στο ποτάμι, δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σαν χελιδόνι, παρά εκελάηδε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα: " Άν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη, παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα, που έρχεται αργά τ’ αποταχύ και πάρωρα το γιόμα." Τ’ άκουσ’ ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει. Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ’ αηδόνι. Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα, αργά να πάει να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι. Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε: "Γοργά ντύσου,